Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΒΙΤAΜΙΝΗ C

ΒΙΤΑΜΙΝΗ C - Ασκορβικό Οξύ



Η Βιταμίνη C ανακαλύφθηκε το 1928 απο τον Ούγγρο βιοχημικό νομπελίστα Άλμπερτ Ζέντ Γκιόργκι ο οποίος την απομόνωσε από τα επινεφρίδια, και αναγνωρίστηκε το 1932 σαν παράγοντας θεραπείας του σκορβούτο (αντισκορβουτική βιταμίνη – βιταμίνη που θεραπεύει και προλαβαίνει το σκορβούτο).
Η Βιταμίνη C είναι ένας γενικός όρος που χαρακτηρίζει στοιχεία με τη ποιοτική και βιολογική δράση του ασκορβικού οξέος.
Είναι μια κρυστάλλινη λευκή ουσία, άοσμη, άχρωμη και με όξινη γεύση, σταθερή σε άνυδρη μορφή που μαυρίζει σταδιακά αν εκτεθεί στο φώς.
Είναι ευδιάλυτη στο νερό και στην αιθανόλη, μη διαλυτή στους κοινούς μη πολικούς διαλύτες.
Όντας ένα αναγωγικό στοιχείο οξειδώνεται εύκολα προς διύδρο-ασκορβικό οξύ δημιουργώντας ένα οξειδο-αναγωγικό σύστημα που καθιστά τη βιταμίνη C ένα ενεργό “quencher” ελευθέρων ριζών.
Τα φυτά συνθέτουν τη Βιταμίνη C ξεκινώντας από τη γλυκόζη . Πολλά είδη ζώων είναι σε θέση να συνθέσουν τη Βιταμίνη C μέσω της οδού του γλυκουρονικού οξέος.
Τα ασπόνδυλα, το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών και μερικά είδη πουλιών και θηλαστικών(άνθρωπος) απουσίας του ενζύμου που καταλύει το τελευταίο στάδιο της βιοσύνθεσης πρέπει να λάβουν τη βιταμίνη αυτούσια μέσω της δίαιτας.

Διατροφικές πηγές:

Η Βιταμίνη C είναι ευρέως διανεμημένη στη φύση στη φόρμα του ασκορβικού και διύδρο-ασκορβικού οξέος.
Τα φρούτα και τα κηπευτικά αποτελούν τις πιο πλούσιες πηγές.
Σημαντική ποσότητα βρίσκεται επίσης και στα όργανα των ζώων(συκώτι, νεφρά), ενώ το κρέας και τα δημητριακά είναι φτωχά.
Τα εσπεριδοειδή, και άλλα φρούτα όπως ακτινίδια και φράουλες είναι από τις
και φράουλες είναι από τις βασικότερες πηγές, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι τρώγονται ωμά και δεν έχουν απώλειες που οφείλονται στο μαγείρεμα.
Σημαντική είναι επίσης και η περιεκτικότητα ορισμένων κηπευτικών όπως το λάχανο και οι πιπεριές, αν και μεγάλες ποσότητες χάνονται κατά το βράσιμο.
Τα φυτά εμπεριέχουν ένα ένζυμο ασκορβική οξιδάση που ενεργοποιείται και οξειδώνει τη βιταμίνη μόλις έρθει σε επαφή με τον αέρα, και επίσης τη φενολάση η οποία προκαλεί το χαρακτηριστικό μαύρισμα.
Οι απώλειες κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος είναι γενικά μεγαλύτερες με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν νερό όπως ο βρασμός, ωστόσο μια ποσότητα χάνεται κατά τη διάρκεια του πλυσίματος.
 Μεγάλες απώλειες παρατηρούνται επίσης όταν τα τρόφιμα διατηρούνται ζεστά για μεγάλες περιόδους.
Η Βιταμίνη C είναι σταθερή κατά τη κατάψυξη, παρ΄όλα αυτά ένα μέρος χάνεται κατά τη διάρκεια της απόψυξης.
Είναι σίγουρο ότι το μαγείρεμα με λίγο νερό, η καλύτερα στον ατμό ολόκληρης της τροφής περιορίζει τη διάλυση της βιταμίνης στο νερό καθώς και την οξείδωση της.
Το ασκορβικό οξύ προστίθεται στα τρόφιμα κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής παραγωγής ως αντιοξειδωτικό.

Απορρόφηση:
Η απορρόφηση της Βιταμίνης C λαμβάνει χώρα στο λεπτό έντερο μέσω ενός ειδικού ενεργού μηχανισμού Na+ εξαρτούμενο. Σε υψηλές δόσεις η απορρόφηση μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και με παθητική διάχυση.
Η αποτελεσματικότητα της απορρόφησης για δόσεις μέσα στα διετιτικά όρια είναι υψηλή(70%-90%) μειώνεται όμως σε δόσεις που ξεπερνούν το 1g. Η ασπιρίνη εμποδίζει την απορρόφηση του ασκορβικού οξέος δρώντας πιθανόν στον μεταφορέα.

Μεταφορά και αποθήκευση:
Η Βιταμίνη C μεταφέρεται στο πλάσμα από την αλμπουμίνα κυρίως σε αναγωγική φόρμα (ασκορβικό οξύ). Το πέρασμα στους ιστούς πραγματοποιείται κυρίως απο το διυδρό-ασκορβικό οξύ που διαπερνά ευκολότερα την κυταρική μεμβράνη.
Όταν εισέλθει στο εσωτερικό των κυττάρων το διυδρο-ασκορβικό οξύ ανάγεται σε ασκορβικό οξύ που συγκεντρώνεται κυρίως στο κυτόπλασμα και δρα ως αντιοξειδωτικό.

Η βιταμίνη C βρίσκεται σε πολλά όργανα και σε διάφορες συγκεντρώσεις. Υψηλές συγκεντρώσεις βρίσκουμε στα επινεφρίδια, στον εγκέφαλο, στο μάτι.
Γενικά δεν υπάρχει αποθήκευση της βιταμίνης C κατά συνέπεια αυτή που χορηγείται επιπλέον αποβάλλεται απεκκρίνεται. Η συγκέντρωση στους ιστούς, μειώνεται γρήγορα σε πολλές καταστάσεις στρες.
Απέκκριση:
Το ασκορβικό οξύ απεκκρίνεται κυρίως με τα ούρα, με εξαίρεση τη περίπτωση διάρροιας. Η αποβολή μέσω κοπράνων είναι αμελητέα.

Μεταβολικές λειτουργίες:
Σύθεση του κολλαγόνου(σημαντική πρωτείνη που χρησιμοποιείται για την ανανέωση του δέρματος, των δερματικών σημαδιών και των αιμοφόρων αγγείων).
Το ασκορβικό οξύ συμμετέχει στη σύνθεση του νευροδιαβιβαστή νοραδρεναλίνη (ξεκινώντας απο ντοπαμίνη) και σεροτονίνη.
Μεταβολισμός της τιροσίνης.

Χρήση μεταλλικών στοιχείων.
Η Βιταμίνη C αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα του ανόργανου σιδήρου στα τρόφιμα, διευκολύνοντας την εντερική απορρόφηση.
Υψηλές δόσεις της Βιταμίνης C, μπορούν αντιθέτως να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της εντερικής απορρόφησης του χαλκού(Cu).
Η Βιταμίνη C μειώνει επίσης τη τοξικότητα κάποιον μεταλλικών στοιχείων.
Αντι- και προ-οξειδωτική δράση.
Ανοσοποιητική δράση.
Αντικαρκινική δράση.

Ανεπάρκεια:
Εκδηλώνεται στους ενήλικους μετά από 45-80 ημέρες έλλειψης της Βιταμίνης και προκαλεί το σκορβούτο ασθένεια γνωστή και ως νόσος των ναυτικών – από τη διατροφή των οποίων έλειπαν φρούτα και λαχανικά πλούσια σε Βιταμίνη C – που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σύνθεσης κολαγόνου και προκαλεί πρήξιμο και μάτωμα στα ούλα, βλάβες στα δόντια, υποδόρια αιματώματα, αιμορραγίες των ιστών και αναιμία.
Οι ηλικιωμένοι που έχουν μειωμένα αποθέματα Βιταμίνης C έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ανεπάρκεια.
Επίσης οι καπνιστές παρουσιάζουν μειωμένα αποθέματα της Βιταμίνης.
Στα παιδιά το σύνδρομο ονομάζεται ασθένεια Moeller-Barlow.
Εμφανίζεται στα νεογέννητα που δεν έχουν τραφεί από το μητρικό γάλα γενικά σε ηλικία 6 μηνών.
Δοσολογία:
Η προτεινόμενη δοσολογία υπολογίζεται στα 43,4 mg/die. Σε περίπτωση εγκυμοσύνης συνιστάται αύξηση της χορήγησης της Βιταμίνης αλλά σε ποσότητα όχι μεγαλύτερη απο 10 μg/die.
Φαρμακολογική χρήση:
Πολύ διαδεδομένη είναι η χρήση μεγάλης ποσότητας Βιταμίνης C ( πολύ μεγαλύτερης από τις ανάγκες) στη προφύλαξη και θεραπεία του κοινού κρυολογήματος, του επιχείλιου έρπητα, των καρδιαγγειακών παθήσεων, υπερχολεστερολεμία, υπέρταση, υπεργλυκεριδεμία, σε κάποιους τύπους καρκίνου όπως και στη πρόληψη αναιμίας από έλλειψη σιδήρου σε άτομα με αυξημένη επικινδυνότητα.
Οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με τη χρήση μεγάλων δόσεων που διαφημίζεται ειδικά για την προφύλαξη και αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος, δείχνουν ότι η βιταμίνη C δε δρα μειώνοντας την συχνότητα, αλλά τη διάρκεια και την ένταση των συμπτωμάτων.

Τοξικότητα:
Η σιγουριά στη χορήγηση υψηλών δόσεων Βιταμίνης C είναι εξακριβωμένη, αν και στη βιβλιογραφία αναφέρονται μερικές παρενέργειες. Οι πιο ανησυχητικές από αυτές είναι:
- αυξημένη παραγωγή οξαλικών αλάτων και κατά συνέπεια αύξηση σχηματισμού πέτρας στα νεφρά.
- αυξημένη εντερική απορρόφηση του μη συνδεδεμένου με το αίμα σιδήρου (Fe) (που μπορεί να προκαλέσει υπερφόρτωση σιδήρου).
- η ανταγωνιστική εμπόδιση της νεφρικής επαναρρόφησης του ουρικού οξέος(που χρησιμοποιεί το ίδιο σύστημα μεταφοράς με το ασκορβικό οξύ)
- η προοξειδωτική δράση
Ημερήσιες δόσεις που δε ξεπερνούν τα 10g δεν θα έπρεπε να προκαλούν προβλήματα υγείας.

Πηγή:
Ruoli e richieste di vitamine, minerali ed acqua, Salvatore Ciappellano Marisa Porrini, Idelson - Gnocchi