Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΙΟΥ

Το Κάλιο στην Καλλιέργεια

Το κάλιο είναι αναγκαίο στοιχείο για τη σωστή ανάπτυξη των φυτών.
Σε συνθήκες έλλειψης καλίου παρατηρείται εξασθένηση της βλάστησης, υπερβολική φυλλόπτωση κατά την άνοιξη, ακαθόριστη χλώρωση των φύλλων, διάφορες παραμορφώσεις τους, εμφάνιση μικρών καστανών κηλίδων, νεκρωτικές επιφάνειες στο έλασμα των φύλλων, μείωση των καρπών και πρώιμος χρωματισμός αυτών.
Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να προκληθούν και από άλλες αιτίες, το πιο χαρακτηριστικό όμως είναι η έκπτυξη εξασθενημένων, μικρών νέων βλαστών, μερικοί από τους οποίους εμφανίζούν κίτρινο χρωματισμό στο σημείο πρόσφυσης των κλαδίσκων.
Ο φλοιός είναι δυνατόν να εμφανίζει βυθισμένες επιφάνειες ή βοθρία στην κίτρινη περιοχή των βλαστών.
Οι βλαστοί αυτοί σπάζουν, κάμπτονται και λαμβάνουν σιγμοειδές σχήμα, το οποίο παρουσιάζεται σε ισχυρή έλλειψη καλίου.
Στις περιπτώσεις που παρατηρείται περίσσεια καλίου στα δέντρα, επηρεάζονται κυρίως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Έτσι οι καρποί γίνονται μεγαλύτεροι, χοντρόφλουδοι και τραχύτεροι.
Τα λεμόνια γίνονται πιο λεπτόφλουδα, λεία και γυαλιστερά.
Επίσης καθυστερεί ο χρωματισμός των καρπών και εντείνεται ο επαναπρασινισμός αυτών στις όψιμες ποικιλίες.
Ο χυμός των καρπών φαίνεται να μειώνεται με την αύξηση του καλίου
και αυτό οφείλεται τόσο στην αύξηση του μεγέθους των καρπών, όσο και στο πάχος του φλοιού, ενώ αντίθετα στη λεμονιά αυξάνει το ποσοστό του χυμού λόγω της μείωσης του φλοιού.
Είναι γενική διαπίστωση ότι το κάλιο προκαλεί αύξηση της οξύτητας του χυμού, γεγονός που στη λεμονιά αυτό επιδιώκεται.
Τα εσπεριδοειδή απαιτούν 0.5 ως 1 μονάδα καλίου ετησίως, ανά δένδρο, για μια παραγωγή ικανοποιητική.


Οι Πληροφορίες βρέθηκαν από το σεμινάριο
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ -
ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΙΣ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Πρόγραμμα Leonardo d Vinci

Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΖΩΤΟΥ

Το Άζωτο στην καλλιέργεια

Από τα στοιχεία που είναι σημαντικότερα για την ομαλή ανάπτυξη των εσπεριδοειδών είναι το άζωτο (Ν). Τα εσπεριδοειδή χρειάζονται περισσότερο άζωτο την εποχή της άνθησης και του δεσίματος.
Σε συνθήκες έλλειψης αζώτου, προκαλείται ισχυρή ελάττωση της βλάστησης, φύλλα μικρότερα του κανονικού και χρώματος ανοικτού πράσινου για τα νεαρά και για τα παλαιότερα σχεδόν κίτρινα.
Χαρακτηριστικό σύμπτωμα  έλλειψης αζώτου είναι η απουσία αρκετού φυλλώματος λόγω κυρίως στην πρόωρη πτώση των ώριμων φύλλων, καθώς και ελάττωση της ανθοφορίας και καρποφορίας μέχρι την πλήρη έλλειψη σε λίγα χρόνια.
Η παραγωγή των καρπών ελαττώνεται πολύ αλλά δεν παρατηρείται εμφανής επίδραση στην ποιότητα εκτός στο ότι ο φλοιός είναι λείος και λιγότερο χρωματισμένος.
Δυσμενή αποτελέσματα στην παραγωγή και στην όλη υγεία των δέντρων έχουμε στην υπερεπάρκεια αζώτου, όμως τις περισσότερες φορές πρόκειται για έμμεσες επιδράσεις που αφορούν τη δημιουργία έλλειψης άλλων στοιχείων όπως P, Cu, Zn, Mn, Mo.
Οι επιδράσεις του αζώτου στην ποιότητα των καρπών είναι οι εξής: το μέγεθος των καρπών ελαττώνεται με την προσθήκη αζώτου, γιατί αυξάνει ο αριθμός των καρπών ανά δέντρο, το πράσινο χρώμα των καρπών ενισχύεται με το άζωτο, κατά την έναρξη της ωρίμανσης το ποσοστό της χρωματιζόμενης επιφάνειας των καρπών ελαττώνεται και παρατηρείται έντονη αντίθεση χρωματισμών μεταξύ πράσινων και πορτοκαλόχροων τμημάτων της επιφάνειας των καρπών, αν πρόκειται για δέντρο πορτοκαλιάς.
Σε πλήρη ωρίμανση το χρώμα των καρπών είναι εντονότερο, ενώ τα δέντρα με λιγότερη περιεκτικότητα σε άζωτο έχουν καρπούς κιτρινοπούς σαν το χρώμα του άχυρου.
Σε επάρκεια ή περίσσεια αζώτου το χρώμα γίνεται έντονο πορτοκαλί.
Μια από τις χαρακτηριστικές επιδράσεις του αζώτου στην ποιότητα των καρπών είναι η αύξηση του πάχους και της τραχύτητας του φλοιού.
Μικρή επίδραση έχει το άζωτο στα χαρακτηριστικά της ποιότητας του χυμού, όπως η οξύτητα, η περιεκτικότητα σε χυμό και η σχέση διαλυτών στερεών προς οξέα.
Για μια ικανοποιητική παραγωγή απαιτείται ετήσια ½ ως 1 ½ μονάδες αζώτου ανά δέντρο.
Αυτό εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής και από τον
τρόπο με τον οποίο θα χορηγηθεί αυτή η ποσότητα.
Δηλαδή, αν θα γίνει προσθήκη κοπριάς, κομπόστ ή χλωρή λίπανση.

Οι Πληροφορίες βρέθηκαν από το σεμινάριο
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ -
ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΙΣ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Πρόγραμμα Leonardo d Vinci

ΠΟΤΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ



Το Πορτοκαλί Φεγγάρι


Έχετε σκεφτεί ποτέ γιατί το φεγγάρι μερικές φορές είναι περισσότερο πορτοκαλί  ή περισσότερο κίτρινο όταν βγαίνει το βράδυ;
Το φαινόμενο αυτό έχει σχέση με την ατμόσφαιρα της γης. Έτσι η εμφάνιση του πορτοκαλί χρώματος σχετίζεται με την σκέδαση του χρώματος από την ατμόσφαιρα.
Όταν λοιπόν το φεγγάρι βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα τότε το φως που έρχεται από το φεγγάρι θα περάσει σε μεγαλύτερη απόσταση, δηλαδή θα κάνει περισσότερο δρόμο, μέσα στην ατμόσφαιρα από την περίπτωση που το φεγγάρι βρίσκεται κατακόρυφα από πάνω μας. Στη δεύτερη περίπτωση ο δρόμος είναι πολύ μικρότερος από τον πρώτο έτσι τα φαινόμενα της διάθλασης μέσα στην ατμόσφαιρα καθώς περνάει το φώς του είναι πολύ πιο ασθενή.
Έτσι το φώς, που φτάνει στα μάτια μας από το φεγγάρι, δεν περιέχει το μπλέ, ούτε το πορφυρό, γιατί αυτά έχουν σκεδαστεί από τα μόρια της ατμόσφαιρας.
Όμως το κίτρινο χρώμα δεν απορροφάται, από τον αέρα και περνάει πιο εύκολα μέσα από αυτόν.
Συνεπώς μπορούμε να δούμε μόνο το κίτρινο χρώμα του φωτός του φεγγαριού η μερικές φορές το πορτοκαλί και το κόκκινο.
Μερικές φορές μάλιστα το φεγγάρι μπορεί να έχει πορτοκαλί χρώμα ακόμα και όταν βρίσκεται κατευθείαν από πάνω μας.
Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η ατμόσφαιρα είναι πιο πυκνή , έχει περισσότερα καυσαέρια η  καπνό.
Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο κάτω  από τις συνθήκες που αναφέραμε όπως επίσης μπορεί να φαίνεται και πορτοκαλί.
Ας κοιτάξουμε λοιπόν το παρακάτω σχήμα που δείχνει το φεγγάρι να βρίσκεται κατευθείαν από πάνω μας.
Όταν το φεγγάρι βρίσκεται κατευθείαν από πάνω μας, τότε το φώς του για να φτάσει στα μάτια μας, πρέπει να κάνει μικρότερη απόσταση από ότι στην περίπτωση που το φεγγάρι βρίσκεται δεξιά δηλαδή στην ίδια περίπου ευθεία με τον ορίζοντα. Στην πρώτη περίπτωση το φώς του είναι περισσότερο λευκό και στη δεύτερη περίπτωση είναι περισσότερο πορτοκαλί.
Μάλιστα η απόσταση που έχει να διανύσει το φώς μέσα στην ατμόσφαιρα είναι περίπου τρείς φορές στην περίπτωση που το φεγγάρι βρίσκεται στην ευθεία του ορίζοντα από ότι στην περίπτωση που βρίσκεται κατακόρυφα πάνω μας.
Ανάλογα τις εποχές και την πυκνότητα της ατμόσφαιρας και το κλίμα της εποχής, το φεγγάρι μπορεί να εμφανιστεί με διαφορετικά χρώματα .
Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο μεταβάλλεται και το σχήμα του ως προς το μέγεθός του .
Το φεγγάρι όμως αλλάζει και ύψος στον ουρανό κατά τις διάφορες εποχές και έτσι το φώς του και το χρώμα του μπορεί να μεταβάλλεται.
Φανταστείτε πως θα μπορέσουμε να δούμε το φώς του να περνάει μέσα από αραιά σύννεφα ή μέσα από την ομίχλη.
Σε κάθε περίπτωση το φεγγάρι έχει συνδέσει το χρώμα του με διάφορες διαδικασίες και δοξασίες αλλά το πορτοκαλί του γεμάτο χρώμα είναι το πιο όμορφο και οι άνθρωποι βγαίνουν στην ύπαιθρο για να το απολαύσουν και να τρέξουν με τη φαντασία τους.
Θέλω να σας υπενθυμίσω ότι δεν πρέπει να παρατηρείτε το φεγγάρι για πολύ ώρα κατευθείαν ούτε και με το τηλεσκόπιό σας , αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιείτε ειδικά φίλτρα γιατί διαφορετικά θα προξενήσετε βλάβη στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού.




Dr. Βασίλης Αγ. Δρούγας BSc. MSc. PhD. PgS

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΒΙΤAΜΙΝΗ C

ΒΙΤΑΜΙΝΗ C - Ασκορβικό Οξύ



Η Βιταμίνη C ανακαλύφθηκε το 1928 απο τον Ούγγρο βιοχημικό νομπελίστα Άλμπερτ Ζέντ Γκιόργκι ο οποίος την απομόνωσε από τα επινεφρίδια, και αναγνωρίστηκε το 1932 σαν παράγοντας θεραπείας του σκορβούτο (αντισκορβουτική βιταμίνη – βιταμίνη που θεραπεύει και προλαβαίνει το σκορβούτο).
Η Βιταμίνη C είναι ένας γενικός όρος που χαρακτηρίζει στοιχεία με τη ποιοτική και βιολογική δράση του ασκορβικού οξέος.
Είναι μια κρυστάλλινη λευκή ουσία, άοσμη, άχρωμη και με όξινη γεύση, σταθερή σε άνυδρη μορφή που μαυρίζει σταδιακά αν εκτεθεί στο φώς.
Είναι ευδιάλυτη στο νερό και στην αιθανόλη, μη διαλυτή στους κοινούς μη πολικούς διαλύτες.
Όντας ένα αναγωγικό στοιχείο οξειδώνεται εύκολα προς διύδρο-ασκορβικό οξύ δημιουργώντας ένα οξειδο-αναγωγικό σύστημα που καθιστά τη βιταμίνη C ένα ενεργό “quencher” ελευθέρων ριζών.
Τα φυτά συνθέτουν τη Βιταμίνη C ξεκινώντας από τη γλυκόζη . Πολλά είδη ζώων είναι σε θέση να συνθέσουν τη Βιταμίνη C μέσω της οδού του γλυκουρονικού οξέος.
Τα ασπόνδυλα, το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών και μερικά είδη πουλιών και θηλαστικών(άνθρωπος) απουσίας του ενζύμου που καταλύει το τελευταίο στάδιο της βιοσύνθεσης πρέπει να λάβουν τη βιταμίνη αυτούσια μέσω της δίαιτας.

Διατροφικές πηγές:

Η Βιταμίνη C είναι ευρέως διανεμημένη στη φύση στη φόρμα του ασκορβικού και διύδρο-ασκορβικού οξέος.
Τα φρούτα και τα κηπευτικά αποτελούν τις πιο πλούσιες πηγές.
Σημαντική ποσότητα βρίσκεται επίσης και στα όργανα των ζώων(συκώτι, νεφρά), ενώ το κρέας και τα δημητριακά είναι φτωχά.
Τα εσπεριδοειδή, και άλλα φρούτα όπως ακτινίδια και φράουλες είναι από τις
και φράουλες είναι από τις βασικότερες πηγές, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι τρώγονται ωμά και δεν έχουν απώλειες που οφείλονται στο μαγείρεμα.
Σημαντική είναι επίσης και η περιεκτικότητα ορισμένων κηπευτικών όπως το λάχανο και οι πιπεριές, αν και μεγάλες ποσότητες χάνονται κατά το βράσιμο.
Τα φυτά εμπεριέχουν ένα ένζυμο ασκορβική οξιδάση που ενεργοποιείται και οξειδώνει τη βιταμίνη μόλις έρθει σε επαφή με τον αέρα, και επίσης τη φενολάση η οποία προκαλεί το χαρακτηριστικό μαύρισμα.
Οι απώλειες κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος είναι γενικά μεγαλύτερες με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν νερό όπως ο βρασμός, ωστόσο μια ποσότητα χάνεται κατά τη διάρκεια του πλυσίματος.
 Μεγάλες απώλειες παρατηρούνται επίσης όταν τα τρόφιμα διατηρούνται ζεστά για μεγάλες περιόδους.
Η Βιταμίνη C είναι σταθερή κατά τη κατάψυξη, παρ΄όλα αυτά ένα μέρος χάνεται κατά τη διάρκεια της απόψυξης.
Είναι σίγουρο ότι το μαγείρεμα με λίγο νερό, η καλύτερα στον ατμό ολόκληρης της τροφής περιορίζει τη διάλυση της βιταμίνης στο νερό καθώς και την οξείδωση της.
Το ασκορβικό οξύ προστίθεται στα τρόφιμα κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής παραγωγής ως αντιοξειδωτικό.

Απορρόφηση:
Η απορρόφηση της Βιταμίνης C λαμβάνει χώρα στο λεπτό έντερο μέσω ενός ειδικού ενεργού μηχανισμού Na+ εξαρτούμενο. Σε υψηλές δόσεις η απορρόφηση μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και με παθητική διάχυση.
Η αποτελεσματικότητα της απορρόφησης για δόσεις μέσα στα διετιτικά όρια είναι υψηλή(70%-90%) μειώνεται όμως σε δόσεις που ξεπερνούν το 1g. Η ασπιρίνη εμποδίζει την απορρόφηση του ασκορβικού οξέος δρώντας πιθανόν στον μεταφορέα.

Μεταφορά και αποθήκευση:
Η Βιταμίνη C μεταφέρεται στο πλάσμα από την αλμπουμίνα κυρίως σε αναγωγική φόρμα (ασκορβικό οξύ). Το πέρασμα στους ιστούς πραγματοποιείται κυρίως απο το διυδρό-ασκορβικό οξύ που διαπερνά ευκολότερα την κυταρική μεμβράνη.
Όταν εισέλθει στο εσωτερικό των κυττάρων το διυδρο-ασκορβικό οξύ ανάγεται σε ασκορβικό οξύ που συγκεντρώνεται κυρίως στο κυτόπλασμα και δρα ως αντιοξειδωτικό.

Η βιταμίνη C βρίσκεται σε πολλά όργανα και σε διάφορες συγκεντρώσεις. Υψηλές συγκεντρώσεις βρίσκουμε στα επινεφρίδια, στον εγκέφαλο, στο μάτι.
Γενικά δεν υπάρχει αποθήκευση της βιταμίνης C κατά συνέπεια αυτή που χορηγείται επιπλέον αποβάλλεται απεκκρίνεται. Η συγκέντρωση στους ιστούς, μειώνεται γρήγορα σε πολλές καταστάσεις στρες.
Απέκκριση:
Το ασκορβικό οξύ απεκκρίνεται κυρίως με τα ούρα, με εξαίρεση τη περίπτωση διάρροιας. Η αποβολή μέσω κοπράνων είναι αμελητέα.

Μεταβολικές λειτουργίες:
Σύθεση του κολλαγόνου(σημαντική πρωτείνη που χρησιμοποιείται για την ανανέωση του δέρματος, των δερματικών σημαδιών και των αιμοφόρων αγγείων).
Το ασκορβικό οξύ συμμετέχει στη σύνθεση του νευροδιαβιβαστή νοραδρεναλίνη (ξεκινώντας απο ντοπαμίνη) και σεροτονίνη.
Μεταβολισμός της τιροσίνης.

Χρήση μεταλλικών στοιχείων.
Η Βιταμίνη C αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα του ανόργανου σιδήρου στα τρόφιμα, διευκολύνοντας την εντερική απορρόφηση.
Υψηλές δόσεις της Βιταμίνης C, μπορούν αντιθέτως να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της εντερικής απορρόφησης του χαλκού(Cu).
Η Βιταμίνη C μειώνει επίσης τη τοξικότητα κάποιον μεταλλικών στοιχείων.
Αντι- και προ-οξειδωτική δράση.
Ανοσοποιητική δράση.
Αντικαρκινική δράση.

Ανεπάρκεια:
Εκδηλώνεται στους ενήλικους μετά από 45-80 ημέρες έλλειψης της Βιταμίνης και προκαλεί το σκορβούτο ασθένεια γνωστή και ως νόσος των ναυτικών – από τη διατροφή των οποίων έλειπαν φρούτα και λαχανικά πλούσια σε Βιταμίνη C – που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σύνθεσης κολαγόνου και προκαλεί πρήξιμο και μάτωμα στα ούλα, βλάβες στα δόντια, υποδόρια αιματώματα, αιμορραγίες των ιστών και αναιμία.
Οι ηλικιωμένοι που έχουν μειωμένα αποθέματα Βιταμίνης C έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ανεπάρκεια.
Επίσης οι καπνιστές παρουσιάζουν μειωμένα αποθέματα της Βιταμίνης.
Στα παιδιά το σύνδρομο ονομάζεται ασθένεια Moeller-Barlow.
Εμφανίζεται στα νεογέννητα που δεν έχουν τραφεί από το μητρικό γάλα γενικά σε ηλικία 6 μηνών.
Δοσολογία:
Η προτεινόμενη δοσολογία υπολογίζεται στα 43,4 mg/die. Σε περίπτωση εγκυμοσύνης συνιστάται αύξηση της χορήγησης της Βιταμίνης αλλά σε ποσότητα όχι μεγαλύτερη απο 10 μg/die.
Φαρμακολογική χρήση:
Πολύ διαδεδομένη είναι η χρήση μεγάλης ποσότητας Βιταμίνης C ( πολύ μεγαλύτερης από τις ανάγκες) στη προφύλαξη και θεραπεία του κοινού κρυολογήματος, του επιχείλιου έρπητα, των καρδιαγγειακών παθήσεων, υπερχολεστερολεμία, υπέρταση, υπεργλυκεριδεμία, σε κάποιους τύπους καρκίνου όπως και στη πρόληψη αναιμίας από έλλειψη σιδήρου σε άτομα με αυξημένη επικινδυνότητα.
Οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με τη χρήση μεγάλων δόσεων που διαφημίζεται ειδικά για την προφύλαξη και αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος, δείχνουν ότι η βιταμίνη C δε δρα μειώνοντας την συχνότητα, αλλά τη διάρκεια και την ένταση των συμπτωμάτων.

Τοξικότητα:
Η σιγουριά στη χορήγηση υψηλών δόσεων Βιταμίνης C είναι εξακριβωμένη, αν και στη βιβλιογραφία αναφέρονται μερικές παρενέργειες. Οι πιο ανησυχητικές από αυτές είναι:
- αυξημένη παραγωγή οξαλικών αλάτων και κατά συνέπεια αύξηση σχηματισμού πέτρας στα νεφρά.
- αυξημένη εντερική απορρόφηση του μη συνδεδεμένου με το αίμα σιδήρου (Fe) (που μπορεί να προκαλέσει υπερφόρτωση σιδήρου).
- η ανταγωνιστική εμπόδιση της νεφρικής επαναρρόφησης του ουρικού οξέος(που χρησιμοποιεί το ίδιο σύστημα μεταφοράς με το ασκορβικό οξύ)
- η προοξειδωτική δράση
Ημερήσιες δόσεις που δε ξεπερνούν τα 10g δεν θα έπρεπε να προκαλούν προβλήματα υγείας.

Πηγή:
Ruoli e richieste di vitamine, minerali ed acqua, Salvatore Ciappellano Marisa Porrini, Idelson - Gnocchi

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ

Λίγα για τις βιταμίνες



 Χρονολογική σειρά ανακάλυψης των βιταμινών
'Ετος
ανακάλυψης
ΒΙΤΑΜΙΝΗ
ΠΗΓΗ/ΤΡΟΦΙΜΟ
1913
Βιταμίνη Α (Ρετινόλη)
(Μουρουνέλαιο) λάδι μπακαλιάρου
1910
Βιταμίνη Β1 (Θειαμίνη)
Φλοιός ρυζιού
1920
Βιταμίνη C (Ασκορβικό οξύ)
Φρέσκα φρούτα και λαχανικά
1920
Βιταμίνη D (Καλσιφερόλη)
Μουρουνέλαιο
1920
Βιταμίνη Β2 (Ριβοφλαβίνη)
Κρέας και αυγά
1922
Βιταμίνη Ε (Τοκοφερόλες)
Φυτικά έλαια
1926
Βιταμίνη Β12 (Κοβαλαμίνη)
'Ηπαρ, αυγά, ζωικά τρόφιμα
1929
Βιταμίνη Κ1 (Φυλλοκινόνη)
Πράσινα φυλλώδη λαχανικά
1931
Βιταμίνη Β5 (Παντοθενικό οξύ)
Κρέας, ολικά σιτηρά, πολλά τρόφιμα
1931
Βιταμίνη Β7 (Βιοτίνη)
Κρέας, αυγά, γαλακτοκομικά προϊόντα
1934
Βιταμίνη Β6 (Πυριδοξίνη)
Κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα
1936
Βιταμίνη Β3 (Νιασίνη)
Κρέας, αυγά, δημητριακά
1941
Βιταμίνη Β9 (Φυλλικό οξύ)
Φυλλώδη, πράσινα, λαχανικά




































Οι βιταμίνες είναι οργανικές ενώσεις, που είναι απαραίτητες σε πολύ μικρές ποσότητες από ένα οργανισμό και χωρίς θερμιδική αξία (στις ποσότητες αυτές). Οι βιταμίνες είτε λείπουν από τους οργανισμούς ή δεν μπορούν να συντεθούν από αυτόν στις απαραίτητες ποσότητες και πρέπει να προσληφθούν μέσω της διατροφής.
Η έννοια της βιταμίνης διατυπώθηκε πρώτη φορά από τον Ολλανδό γιατρό Christiaan Eijkman (1858-1930), ο οποίος τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής το 1929. Εργάσθηκε ως ιατρός στην Μπατάβια (σήμερα Τζακάρτα) των Ανατολικών Ινδιών (Ινδονησία). Κατά την εποχή εκείνη υπήρχε επιδημία της ασθένειας μπέρι-μπέρι (συμπτώματα παράλυσης, καρδιακές ανωμαλίες, οίδημα και θάνατο). Η νόσος αυτή (πολυνευρίτιδα) διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν στο ότι εκείνη την εποχή άρχισαν οι πληθυσμοί της περιοχής να καταναλώνουν αποφλοιωμένο ρύζι.
Ο Eijkman απέδειξε ότι μπορούσε να προκαλέσει τη νόσο σε κοτόπουλα θρέφοντάς τα αποκλειστικά με αποφλοιωμένο ρύζι και ότι το εκχύλισμα πλήρους ρυζιού καταπολεμούσε τη νόσο.
Η υπόθεση που ανέπτυξε και αποδείχθηκε σωστή, ήταν ότι στο φλοιό του ρυζιού υπήρχε μια σημαντική χημική ουσία (αποδείχθηκε αργότερα ότι ήταν η θειαμίνη, η βιταμίνη Β1).

Αργότερα ο Πολωνός χημικός Casimir Funk (1884-1967) πρότεινε τον όρο βιταμίνη, ο οποίος υιοθετήθηκε (από το vital: ζωτικός + αμίνη) θεωρώντας ότι όλες οι βιταμίνες είναι αζωτούχες ενώσεις.
Ωστόσο, αργότερα αποδείχθηκε ότι δεν περιέχουν όλες οι βιταμίνες άζωτο, αλλά αποτελούν μια αρκετά μεγάλη ποικιλία και τελείως διαφορετικών (από χημική άποψη) ενώσεων, από τις οποίες άλλες είναι λιποδιαλυτές και άλλες υδατοδιαλυτές.
Οι βιταμίνες συμβολίστηκαν με λατινικά γράμματα ανάλογα αλλά και με ονομασίες που σχετίζονταν με τη χημική δομή τους ή τη δράση τους. Οι βιταμίνες έχουν διαφορές μεταξύ τους ως προς τη δομή και τη λειτουργία τους και διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, στις υδατοδιαλυτές και στις λιποδιαλυτές.
Ο σημαντικότερος ρόλος των βιταμινών είναι να ρυθμίζουν τις διάφορες αντιδράσεις του μεταβολισμού. Πολλές από αυτές είναι ισχυρές αντιοξειδωτικές ουσίες και ρυθμίζουν την οξειδωτική/αναγωγική ομοιοστασία των αερόβιων οργανισμών.
'Ελλειψη μιας βιταμίνης διακόπτει τις ειδικές μεταβολικές διεργασίες και μπορεί να αλλάξει τη μεταβολική ισορροπία στον οργανισμό.
Οι υδατοδιαλυτές βιταμίνες συμμετέχουν στη μεταφορά ενέργειας και στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των υδατανθράκων (σάκχαρα) και των λιπαρών οξέων, που βρίσκονται κυρίως στις κυτταρικές μεμβράνες.
Οι λιποδιαλυτές βιταμίνες αποτελούν βασικό τμήμα των βιολογικών μεμβρανών και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της λειτουργίας τους και στην προστασία τους από οξειδωτικές βλάβες ή λιπιδικές υπεροξειδώσεις. τους.
Ορισμένες βιταμίνες έχουν δράση στο γενετικό υλικό του οργανισμού και ελέγχουν τη σύνθεση ορισμένων ενζύμων.
Μερική ή ολική στέρηση μίας ή περισσότερων βιταμινών από τον οργανισμό του ανθρώπου ή των ζώων προκαλεί διάφορες παθολογικές καταστάσεις (αβιταμίνωση ή υποβιταμίνωση).
Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούνται διαταραχές του οργανισμού, εξαιτίας πολύ μεγάλων δόσεων βιταμινών (υπερβιταμινώσεις), που είναι αντίστοιχες με αυτές της παντελούς έλλειψης.

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ

Ποικιλίες της Πορτοκαλιάς

Οι πρώιμες ομφαλοφόρες ποικιλίες NEW HALL και NAVELINA, που είναι ανθεκτικές στις ανεμόπληκτες περιοχές μπορούν να καλλιεργηθούν σε όλες τις πρώιμες ή ανεμόπληκτες περιοχές της χώρας.
Η πρώιμη ποικιλία NAVEL RO 25 μπορεί να διαδοθεί σε όλη την χώρα όπως επίσης και η ποικιλία FISHER, κλώνος NAVEL.
..
 Οι όψιμες ποικιλίες NAVEL

α) NAVELATE στα υποκείμενα CITRUMELOS και ιδιαίτερα το CITRUMELO 1452 και CITRUS VOLKAMERIANA
β) LANE LATE στα υποκείμενα CITRUMELOS σε μη παγετόπληκτες περιοχές καθώς επίσης και σε περιοχές που δεν υπάρχει το πρόβλημα της κοκκίωσης (granulation).
..

Η όψιμη ποικιλία VALENCIA προωθείται με υποκείμενα CITRUMELOS σε όλες τις περιοχές της χώρας.

Συνεχίζεται η καλλιέργεια και η επέκταση της ποικιλίας SKAGGS BONANZA με τη χρησιμοποίηση υποκειμένου CARRIZO CITRANGE ή CITRUS TAIWANICA σε όλες τις περιοχές της χώρας κυρίως για τις ανάγκες της χυμοποίησης.
Οι ειδικοί συνιστούν την  επέκταση της ποικιλίας SALUSTIANA λόγω της διπλής κατεύθυνσης (νωπή κατανάλωση και χυμοποίηση) καθώς και της οψιμότερης παραγωγής σε σύγκριση με την W. NAVEL.
Οι αιματόσαρκες ποικιλίες TAROCO και ΓΟΥΡΙΤΣΗΣ, συνεχίζουν να προωθούνται στις περιοχές που ήδη καλλιεργούνται τα σαγκουίνια με υποκείμενα CITRUMELOS.
Η ποικιλία Όψιμο Άργους προωθείται σε όλες τις κατάλληλες περιοχές της χώρας.

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΩΝ

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΩΝ


Ο αγρότης πρέπει να έχει  γνώσεις όσον αφορά:

• την επιλογή της κατάλληλης θέσης για την καλλιέργεια και τη δημιουργία των
απαραίτητων εγκαταστάσεων
• τα απαιτούμενα θρεπτικά στοιχεία του εδάφους και τις σχετικές μεθόδους
λίπανσης
• τους τρόπους κλαδέματος
• την κάλυψη υδατικών απαιτήσεων
• την εδαφοκάλυψη
• την αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων φυτών – ζιζανίων με καλλιεργητικά,
μηχανικά, φυσικά και βιολογικά μέσα.
• την ικανότητα διάκρισης των κυριότερων ασθενειών και τη βιολογική
αντιμετώπισή τους


Οι ακόλουθοι παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά την επιτυχία της καλλιέργειας:

α) Η ορθή επιλογή, τόσο του υποκειμένου όσο και της   καλλιεργούμενης ποικιλίας, έτσι ώστε να είναι εξασφαλισμένος ο εγκλιματισμός στη συγκεκριμένη περιοχή που επιθυμεί κάποιος να καλλιεργήσει.

β) Η μελέτη του ανάγλυφου είναι αναγκαία για την απομάκρυνση των υχρών ρευμάτων αέρα και την παγοπροστασία του εσπεριδοειδώνα, για την αντιμετώπιση της διάβρωσης και ασφυξίας του εδάφους, καθώς και για την εφαρμογή του καταλληλότερου συστήματος ποτίσματος.
Η επιλογή μίας κατηφορικής τοποθεσίας, που καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια, όπου τα ψυχρά ρεύματα διαφεύγουν ελεύθερα, αποτελεί κατάλληλη θέση για την εγκατάσταση φυτείας.
Άλλος παράγοντας που ρυθμίζει τη θερμοκρασία είναι η γειτνίαση με υδάτινες μάζες όπου οι θερμοκρασίες τη χειμερινή περίοδο είναι γενικά πιο ήπιες, αλλά και πιο ευνοϊκές τη θερινή περίοδο, ώστε οι καλλιέργειες σε αυτές έχουν καλύτερα αποτελέσματα.

γ) Το έδαφος που ευδοκιμούν τα εσπεριδοειδή είναι αυτό που έχει βάθος τουλάχιστον 1m και εξασφαλίζει καλό αερισμό και αποστράγγιση.
Το Ph πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 5,5 και 7,5. Οι καλύτερες αποδόσεις επιτυγχάνονται σε βαθιά, πλούσια, μέσης σύστασης εδάφη, αμμοαργιλλώδη ή αργιλλοαμμώδη, διαπερατά, καλά αποστραγγιζόμενα, βαθιά, μη αλατούχα, με περιεκτικότητα σε ασβέστη όχι πάνω από 30%.

δ) Τα εσπεριδοειδή είναι ευαίσθητα σε θερμοκρασίες κάτω από τους 0° C που διαρκούν πολύ χρόνο, ενώ ανέχονται χαμηλές θερμοκρασίες για λίγο χρόνο. Η αντοχή τους εξαρτάται από το είδος, την ποικιλία, την κατάσταση βλάστησης του δέντρου, τη διάρκεια του ψύχους και το έδαφος.
Με υψηλές θερμοκρασίες κατά το καλοκαίρι, μπορεί να υπάρξει σημαντική καρπόπτωση, ενώ θερμοκρασίες πάνω από 38° C προκαλούν αναστολή
της βλάστησης.
Η δυσμενής επίδραση των απότομων υψηλών θερμοκρασιών μπορεί να μετριαστεί με την εφαρμογή συστήματος τεχνητής βροχής που προκαλεί μείωση της θερμοκρασίας.
Η ιδανική σχετική υγρασία για τα εσπεριδοειδή είναι 60-65%.
Υψηλότερη υγρασία ευνοεί την ανάπτυξη ασθενειών και παρασίτων.
Για την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών ενδιαφέρει η ένταση και η διάρκεια του φωτισμού. Η αφομοίωση των δέντρων αυξάνει, όσο αυξάνει η ένταση του ηλιακού φωτός. Η χαμηλή ένταση ευνοεί τη βλάστηση, ενώ το έντονο φως την άνθηση και την καρποφορία.

ε) Η ποιότητα του νερού παίζει σημαντικό ρόλο, εφόσον τα διάφορα είδη των εσπεριδοειδών έχουν μικρή αντοχή στα άλατα. Έτσι αν το νερό άρδευσης έχει μεγάλες συγκεντρώσεις αλάτων, μπορεί να περιοριστεί η βλάστηση και η παραγωγικότητα της φυτείας.


Οι Πληροφορίες βρέθηκαν από το σεμινάριο
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ -
ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΙΣ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Πρόγραμμα Leonardo d Vinci

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΗ

Εσπεριδοειδή

Τα εσπεριδοειδή είναι αειθαλή δέντρα της τάξης των Geraniales και της οικογένειας Rutaceae.
Τα καλλιεργούμενα εσπεριδοειδή ανήκουν κυρίως στα γένη Poncirus, Fortunella και Citrus, τα οποία έχουν στενή συγγένεια μεταξύ τους.
Το γένος Citrus περιλαμβάνει τα εσπεριδοειδή που είναι επικρατέστερα και που έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Το γένος Fortunella είναι τα κουμ-κουάτ, που καλλιεργούνται στην Κέρκυρα και το γένος Poncirus είναι ένα (κατ’ εξαίρεση) φυλλοβόλο εσπεριδοειδές,που χρησιμοποιείται για υποκείμενο.
Τα καλλιεργούμενα είδη εσπεριδοειδών στην Ελλάδα είναι: η Πορτοκαλιά, που περιλαμβάνει πολλές ποικιλίες από τις οποίες οι πιο εμπορικές είναι οι ομφαλοφόρες και ακολουθούν τα Κοινά, η Βαλέντσια και σε μικρότερο ποσοστό οι έγχρωμες.
Η Λεμονιά είναι η δεύτερη σε έκταση καλλιέργεια στην Ελλάδα της οποίας καλλιεργούνται οι ποικιλίες Μαγληνή, Καρυστινή και Αδαμοπούλου. Ακολουθεί η Μανταρινιά από την οποία καλλιεργούνται κυρίως οι ποικιλίες Κλημεντίνη και Κοινά.
Επίσης καλλιεργούνται στην Ελλάδα, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, το Γκρέϊπ-φρουτ, η Κιτριά, η Φράπα, το Κουμ- κουάτ, το Περγαμόντο, η Λίμα και η Λιμετία.
Στην Ελλάδα η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών περιορίζεται σε περιοχές όπου υπάρχουν ευνοϊκές κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες.
Η κύρια περιοχή καλλιέργειας είναι η Πελοπόννησος, (Κορινθία, Αργολίδα, Αχαΐα και Λακωνία), η Αττική, η Κρήτη (Χανιά), η Ήπειρος (Άρτα), η Κεντρική Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία) και η Χίος.